Πρακτικά Συζήτησης Στρογγυλής Τραπέζης:

«Διεθνές Πλαίσιο: Πρότυπα και Διαδικασίες

για τα Μειονοτικά Δικαιώματα”

 

(κατά την Περιφερειακή Συνάντηση Εργασίας για την Αναγνώριση Μειονοτήτων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, Αθήνα, 30-31 Μαρτίου 2001)

 

Η Διεθνής Ομάδα για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων και Ελληνική Ομάδα για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων, στο πλαίσιο του προγράμματος Νοτιοανατολική Ευρώπη: Ποικιλομορφία και Δημοκρατία, οργάνωσαν στην Αθήνα μια περιφερειακή συνάντηση εργασίας με θέμα την Αναγνώριση Μειονοτήτων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Οι στόχοι της συνάντησης ήταν η παρουσίαση του θεσμικού πλαισίου κάθε χώρας σχετικά με τα δικαιώματα των μειονοτήτων, η συζήτηση για τα ειδικά προβλήματα αναγνώρισης των μειονοτήτων που συμμετείχαν σε αυτή τη συνάντηση, και η αποτίμηση, μέσα από ανταλλαγή απόψεων και διάλογο με άλλες μειονότητες της περιοχής και με εμπειρογνώμονες, πως μέσα από το υπάρχων διεθνές πλαίσιο πολλά από αυτά τα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με μια σωστή διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.  Στη συνάντηση αυτή συμμετείχαν εκπρόσωποι μειονοτήτων από Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Κροατία, Μακεδονία, Γιουγκοσλαβία, Κόσοβο, Τουρκία και Ελλάδα. Μαζί με τους εκπροσώπους των μειονοτήτων κλήθηκαν να συμμετάσχουν εκπρόσωποι διακυβερνητικών και διεθνών μη-κυβερνητικών οργανισμών, εμπειρογνώμονες οι οποίοι συνέβαλλαν καθοριστικά στη προβολή του ήδη υπάρχοντος διεθνούς πλαισίου και στη παρουσίαση των δυνατοτήτων που προσφέρει για την διεκδίκηση και τη προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

 

Ακολουθούν οι παρεμβάσεις αυτών των εμπειρογνωμόνων στην πρώτη μέρα της συνάντησης εργασίας για την αναγνώριση των μειονοτήτων.[1] Η δημοσίευσή τους γίνεται με την ευγενή χορηγία του Ιδρύματος Charles Stewart Mott.

 

***

 

Ο Alan Phillips είναι Αντιπρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τη Σύμβαση Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία ορίστηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο. Επίσης, μέχρι το Δεκέμβριο 2000, ήταν επί περίπου 10 χρόνια Διευθυντής της Διεθνούς Ομάδας για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων. Από το 2000 είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι.

 

Αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε αυτή τη συνάντηση εδώ στην Ελλάδα, καθώς είναι καίριο κράτος στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και σημαντικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολλοί από εμάς στη Δυτική Ευρώπη προσβλέπουμε στην ιστορία της Ελλάδας και στη διακυβέρνησή της εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, η οποία συχνά θεωρείται το λίκνο της δημοκρατίας. Η Ελλάδα υπήρξε ο τόπος στον οποίο έκανα κάποιες από τις πρώτες μου διακοπές ως φοιτητής. Έτσι νιώθω, προσωπικά, βαθιά αγάπη για πολλά μέρη και ανθρώπους στην Ελλάδα και απολαμβάνω τη ζεστασιά και την πολυμορφία της, τους διαφορετικούς λαούς της, τις φιλίες και τον μοναδικό πολιτισμό και φιλοξενία σε κάθε νησί και σε πολλά μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας.

 

Από οργανωτικής απόψεως, χαίρομαι πολύ που βρίσκομαι εδώ και που συνεργάζομαι με την Ελληνική Ομάδα για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων, το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι και, φυσικά, τη Διεθνή Ομάδα για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων. Η συνάντηση αυτή είναι μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος συνεργασίας. Είναι κοινό εγχείρημα.

 

Στην εισαγωγή μου θα αναφέρω ακροθιγώς ορισμένα στοιχεία του προγράμματος που ανοίγεται μπροστά μας. Μου ζητήθηκε επίσης να μιλήσω για τις συγκεκριμένες πλευρές στη Σύμβαση Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων (1995) και για το πώς αντιμετωπίζεται η αναγνώριση σε αυτή τη σύμβαση.

 

Το γεγονός ότι συναντιόμαστε είναι ευκαιρία για να εδραιώσουμε ξανά τις φιλίες και τις σχέσεις συνεργασίας. Σε αυτό το τόσο δύσκολο πεδίο των μειονοτικών δικαιωμάτων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, είναι καίριο συστατικό η δημιουργία διεργασιών για την ανάπτυξη εμπιστοσύνης. Είναι σημαντικό να βρούμε τρόπους αλληλοϋποστήριξης και συνεργασίας. Κάποιοι από εσάς ίσως θυμάστε την αφετηρία του προγράμματος στη Σόφια, το Μάρτιο 1999. Προήλθε από άλλες πρωτοβουλίες που είχαν πραγματοποιηθεί νωρίτερα. Εξελίχθηκε μέσα από μια λεπτομερή μελέτη σκοπιμότητας που είχε αναλάβει η Anna-Maria Biro (υπεύθυνη του γραφείου Βουδαπέστης της Διεθνούς Ομάδας για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων) στην περιοχή, μιλώντας με διάφορους ανθρώπους για την αναγνώριση των αναγκών.

 

Η συνάντηση στη Σόφια, την οποία παρακολούθησα μαζί με περισσότερες από είκοσι συνεργαζόμενες οργανώσεις, έθεσε τις παραμέτρους για την παρούσα συνάντηση, καθώς και για το σύνολο του προγράμματος. Έχει ως καίριους αντικειμενικούς σκοπούς την προαγωγή των μειονοτικών δικαιωμάτων στην περιοχή, δίνοντας παράλληλα έμφαση στη συνεργασία μεταξύ των κοινοτήτων. Δεν έχει να κάνει απλώς με τα δικαιώματα μιας συγκεκριμένης κοινότητας, αλλά με τα δικαιώματα όλων των κοινοτήτων και με το πώς μπορούν οι κοινότητες να συναντηθούν και πώς μπορούμε να ζήσουμε μαζί ειρηνικά και αρμονικά και όλοι να είναι σε θέση να υμνούν τα κοινά τους συμφέροντα και τις διαφορές τους. Ένας από τους καίριους στόχους του προγράμματος είναι η ενίσχυση της ικανότητας όλων μας για προάσπιση των δικαιωμάτων γύρω από τους διεθνείς κανόνες και πρότυπα που παρέχουν το ηθικό πλαίσιο – και που συχνά έχουν διατυπωθεί σε πολιτικές συμφωνίες, όπως είναι οι συμφωνίες του ΟΑΣΕ, ή σε νομικά πρότυπα, όπως είναι η Διεθνής Σύμβαση για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων (1966).  Αυτό το πλαίσιο είναι που μας συνδέει όλους και που βρίσκει επίσης κοινές δεσμεύσεις των κρατών.

 

Ένας άλλος στόχος είναι το πώς μπορούμε να βρούμε διασυνδέσεις ανάμεσα στο τοπικό και το διεθνές, στο διεθνές και το τοπικό. Στο παρελθόν υπήρξαμε διαιρεμένοι. Τα διεθνή πρότυπα μερικές φορές θεωρούνταν μυστικά. Πάρα πολύ συχνά, όσοι από εμάς εργάζονται στο Στρασβούργο ή τη Γενεύη μπορεί να είναι αποκομμένοι από την πραγματική διάσταση ορισμένων από τα ζητήματα. Αντίστροφα, αν εργάζεστε στη Μακεδονία, ή ίσως στη Βουλγαρία, μπορεί να μην ξέρετε τι κάνουν οι αδελφές οργανώσεις σε άλλες χώρες. Αυτό πρέπει να το επανορθώσουμε αυτό το Σαββατοκύριακο.

 

Η αναγνώριση έχει προσδιοριστεί ως επίκεντρο της συνάντησής μας για διάφορους λόγους. Προσφέρει ένα πλουσιότατο πλαίσιο για να εξεταστεί μια πλατιά ποικιλία θεμάτων. Προσδιορίστηκε ως σημαντικό ζήτημα από πολύ νωρίς, στη συνάντηση στη Σόφια. Η συμβουλευτική ομάδα στις αρχές Δεκεμβρίου επαναβεβαίωσε τη σπουδαιότητα της πραγματοποίησης ενός εργαστηρίου πάνω σε αυτό το θέμα, εξού και βρισκόμαστε όλοι μαζί εδώ στην Αθήνα.

 

Ας θυμηθούμε γιατί είναι τόσο σημαντικό αυτό το θέμα – η αναγνώριση των μειονοτήτων. Θα δανειστώ, τη φρασεολογία που συμφώνησαν τα 41 κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης στη Σύμβαση Πλαίσιο. Το προοίμιο διατυπώνει τη φιλοσοφία και το πλαίσιο, μέσα από τα οποία οφείλουμε να βλέπουμε ολόκληρη τη Σύμβαση.

 

Το Προοίμιο δηλώνει:

 

«Θεωρώντας ότι οι ανακατατάξεις της ευρωπαϊκής ιστορίας απέδειξαν ότι η προστασία των εθνικών μειονοτήτων είναι απαραίτητη για τη σταθερότητα, την εμπέδωση της δημοκρατίας και την ειρήνη της ηπείρου.»

 

Συνεχίζει λέγοντας:

 

«Θεωρώντας ότι μια πλουραλιστική και αληθινά δημοκρατική κοινωνία οφείλει όχι μόνο να σέβεται την εθνοτική, πολιτισμική και γλωσσική ταυτότητα του κάθε προσώπου που ανήκει σε μια εθνική μειονότητα, αλλά και να δημιουργεί συνθήκες τέτοιες που να επιτρέπουν την έκφραση, τη διαφύλαξη και την ανάπτυξη αυτής της ταυτότητας.»

 

Και σημειώνει:

 

«Θεωρώντας ότι η δημιουργία κλίματος ανεκτικότητας και διαλόγου είναι απαραίτητη ούτως ώστε η πολιτιστική πολυμορφία να αποτελέσει πηγή και παράγοντα εμπλουτισμού, όχι διχασμού, κάθε κοινωνίας.»[2]

 

Αυτές είναι πολύ σημαντικές αρχές, που θα πρέπει να μας καθοδηγούν. Έχουν συμφωνηθεί από όλα τα κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης, ακόμα και κράτη όπως η Ελλάδα και η Τουρκία, που δεν έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση Πλαίσιο, έχουν συμφωνήσει σε αυτή τη φρασεολογία.

 

Ας εξετάσουμε με συντομία πώς η ίδια η Σύμβαση Πλαίσιο μπορεί να μας βοηθήσει να προσεγγίσουμε το ζήτημα της αναγνώρισης. Βρίσκω ότι βοηθάει να αναλύει κανείς τα πολύπλοκα ζητήματα με πιο εύχρηστα συστατικά στοιχεία. Ποια είναι τα συστατικά της αναγνώρισης; Ποια είναι τα συστατικά των μειονοτικών δικαιωμάτων, αναγνωρίζονται αυτά από μόνα τους; Αν αναγνωρίζονται, τότε από ποιον, υπό ποιες συνθήκες και για ποιες ομάδες αναγνωρίζονται;

 

Το Άρθρο 3 της Σύμβασης Πλαίσιο δηλώνει ότι, «1. Κάθε πρόσωπο που ανήκει σε μια εθνική μειονότητα έχει το δικαίωμα να επιλέγει ελεύθερα εάν θα αντιμετωπίζεται ή όχι  βάσει αυτής του της ιδιότητας και καμία δυσμενής επίπτωση δεν μπορεί να προκύψει από την επιλογή αυτή ή από την άσκηση των συναφών δικαιωμάτων.»

 

Το Άρθρο 5 λέει: «1. Τα Μέρη δεσμεύονται να καλλιεργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες που θα επιτρέψουν στα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τον πολιτισμό τους, καθώς και να διαφυλάξουν τα κυριότερα στοιχεία της ταυτότητάς τους που είναι η θρησκεία, η γλώσσα, οι παραδόσεις και η πολιτιστική τους κληρονομιά.»

 

Αυτό μας δίνει ορισμένα καίρια στοιχεία που θα πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού από διάφορους παράγοντες. Απαντώντας νωρίτερα σε ένα ερωτηματολόγιο, παρουσιάσατε έναν αριθμό ζητημάτων για συζήτηση, στα οποία η Σύμβαση Πλαίσιο προσφέρει απαντήσεις:

 

·        Πλήρης και αποτελεσματική ισότητα, ίση απόλαυση δικαιωμάτων

Αυτό σχετίζεται άμεσα με το Αρθρο 4 αυτής της Σύμβασης Πλαίσιο:

«1. Τα Μέρη δεσμεύονται να εγγυηθούν σε κάθε πρόσωπο που ανήκει σε εθνική μειονότητα το δικαίωμα ισότητας ενώπιον του νόμου και ίσης προστασίας από το νόμο. Από την άποψη αυτή, οποιαδήποτε διάκριση που βασίζεται στη συμμετοχή σε εθνική μειονότητα απαγορεύεται.

2. Τα Μέρη δεσμεύονται, εφόσον συντρέχει λόγος, να υιοθετήσουν κατάλληλα μέτρα για την προαγωγή πλήρους και πραγματικής ισότητας, σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής, μεταξύ των προσώπων που ανήκουν σε εθνική μειονότητα και αυτών που ανήκουν στην πλειονότητα…»

 

Αυτό είναι το Άρθρο 3 και το Άρθρο 5 της Σύμβασης Πλαίσιο στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε εδώ ότι το Άρθρο 3, διευκρινίζει επίσης  ότι, «Τα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες μπορούν, ατομικά καθώς και από κοινού να ασκούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που απορρέουν από τις αρχές που εξαγγέλλονται στην παρούσα σύμβαση πλαίσιο.» Ενώ στο Άρθρο 5, σχετικά με το θέμα της ταυτότητας, διαβάζουμε ότι «…τα Μέρη απέχουν από κάθε πολιτική ή πρακτική που τείνει προς αναγκαστική αφομοίωση των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες και προστατεύουν τα πρόσωπα αυτά από κάθε δραστηριότητα που έχει ως στόχο τέτοιου είδους αφομοίωση.»

 

Αυτό είναι συχνά ένα πολύ αμφιλεγόμενο και καυτό ζήτημα. Εκείνο όμως που πρέπει να προσέξουμε είναι τη σαφή διατύπωση στο Άρθρο 11 όπου διαβάζουμε:

« 1. Τα μέρη δεσμεύονται να αναγνωρίσουν σε κάθε πρόσωπο που ανήκει σε εθνική μειονότητα το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το επίθετό του (το πατρώνυμό του) και τα ονόματά του στη μειονοτική γλώσσα, καθώς και το δικαίωμα της επίσημης αναγνώρισής τους, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από το νομικό τους σύστημα.

2. …το δικαίωμα να εκθέτει σε δημόσια θέα πινακίδες, επιγραφές και άλλες πληροφορίες ιδιωτικού χαρακτήρα στη μειονοτική γλώσσα.

3. Στις περιοχές που κατοικούνται παραδοσιακά από σημαντικό αριθμό προσώπων που ανήκουν σε εθνική μειονότητα, τα Μέρη, …προσπαθούν να αναγράφουν τις τοπικές παραδοσιακές ονομασίες, τα ονόματα δρόμων και άλλες τοπογραφικές ενδείξεις που απευθύνονται στο κοινό, και στη μειονοτική γλώσσα, εφόσον υπάρχει επαρκής ζήτηση για τέτοιου είδους ενδείξεις.»

 

 

Κανείς δεν το έθεσε αυτό, όμως είναι σημαντικό ζήτημα αν γίνεται μετακίνηση πληθυσμού σε μια περιοχή εσκεμμένα από ένα κράτος για να αραιώσει τον μειονοτικό πληθυσμό. Στο Άρθρο 16 διαβάζουμε: «Τα Μέρη απέχουν από τη λήψη μέτρων τα οποία, μεταβάλλοντας την πληθυσμιακή αναλογία σε μία γεωγραφική περιοχή όπου κατοικούν πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες, αποσκοπούν να πλήξουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που απορρέουν από τις αρχές που υιοθετεί η παρούσα Σύμβαση Πλαίσιο.»

 

·        Θρησκεία

Είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα, στο οποίο αναφερθήκατε και για το οποίο διαβάζουμε στο Άρθρο 8: «Τα Μέρη δεσμεύονται να αναγνωρίσουν σε κάθε πρόσωπο να ανήκει σε εθνική μειονότητα το δικαίωμα να εκδηλώνει τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις του, καθώς επίσης και το δικαίωμα να ιδρύει θρησκευτικούς φορείς, οργανώσεις και ενώσεις.»

 

Είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα το οποία αναφέρατε αρκετοί από εσάς. Όπως μπορούμε να διαβάσουμε στο Άρθρο 10 της Σύμβασης-πλαίσιο: «Τα Μέρη δεσμεύονται να αναγνωρίσουν σε κάθε πρόσωπο που ανήκει σε εθνική μειονότητα το δικαίωμα να χρησιμοποιεί ελεύθερα και χωρίς εμπόδια τη μειονοτική του γλώσσα, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, προφορικά ή γραπτά.» Και αμέσως στην επόμενη παράγραφο προσθέτει πως σε περιοχές όπου κατοικούν παραδοσιακά ή σε μεγάλο αριθμό μειονότητες, και επιθυμούν κάτι τέτοιο «…τα Μέρη θα προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν στο μέτρο του δυνατού, συνθήκες τέτοιες  που να επιτρέπουν τη χρήση της μειονοτικής γλώσσας στις σχέσεις των προσώπων αυτών με τις διοικητικές αρχές.»  Επίσης διαβάζουμε παρακάτω, Άρθρο 12: «Εάν είναι απαραίτητο, τα Μέρη λαμβάνουν μέτρα στον τομέα της εκπαίδευσης και της έρευνας για να προάγουν τη γνώση για τον πολιτισμό, την ιστορία, τη γλώσσα και τη θρησκεία των εθνικών τους μειονοτήτων , αλλά και της πλειονότητας.»  Ενώ στο άρθρο 13, διαβάζουμε ότι «Στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού τους συστήματος, τα Μέρη αναγνωρίζουν στα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνική μειονότητα το δικαίωμα να δημιουργούν και να διαχειρίζονται τα δικά τους ιδιωτικά ιδρύματα εκπαίδευσης και κατάρτισης.» Τέλος στο άρθρο 14 διαβάζουμε ότι «Τα μέρη δεσμεύονται να αναγνωρίσουν σε κάθε πρόσωπο που ανήκει σε εθνική μειονότητα το δικαίωμα εκμάθησης της μειονοτικής γλώσσα…[και] προσπαθούν, …να διασφαλίσουν στα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτές τις μειονότητες τη δυνατότητα εκμάθησης της μειονοτικής γλώσσας ή της διδασκαλίας τους στη γλώσσα αυτή…χωρίς να θίγεται η εκμάθηση της επίσημης γλώσσας ή η διδασκαλία που πραγματοποιείται στη γλώσσα αυτή.»

 

Αυτό είναι ένα συνεχές θέμα το οποίο ενθαρρύνεται και προάγεται στα άρθρα 6 και 12 της Σύμβασης. Στο Άρθρο 6 διαβάζουμε: «Τα Μέρη θα μεριμνήσουν για την προώθηση πνεύματος ανεκτικότητας και διαπολιτισμικού διαλόγου, όπως και για τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την ενθάρρυνση του αμοιβαίου σεβασμού και της αλληλοκατανόησης, καθώς και της συνεργασίας ανάμεσα σε όλα τα πρόσωπα που ζουν στο έδαφός τους, ανεξαρτήτως της εθνοτικής, πολιτιστικής, γλωσσικής ή θρησκευτικής τους ταυτότητας, κυρίως στους τομείς της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.» Στο Άρθρο 12  όπως είδαμε τα Μέρη πρέπει να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την καλλιέργεια πνεύματος ανεκτικότητας μέσα από την παιδεία ώστε να υπάρχει γνώση εξίσου για τις μειονότητες όπως και για την πλειονότητα.

 

Όπως είδαμε όταν ασχοληθήκαμε με το θέμα της χρήσης της μητρικής γλώσσας, της μειονοτικής γλώσσας στα σχολεία και τα πανεπιστήμια τα Άρθρα 12 και 13 της Σύμβασης-πλαίσιο κάνουν σημαντικές προτάσεις σχετικά με την εκπαίδευση ατόμων που ανήκουν σε μειονότητα.

 

Άλλο ένα από τα θέματα που τέθηκαν και το οποίο όπως ήδη είδαμε καλύπτουν τα άρθρα 6 και 12 της Σύμβασης Πλαίσιο.

 

Πάνω σε αυτά τα δικαιώματα των μειονοτήτων μπορούμε να βρούμε αρκετές αναφορές στη Σύμβαση Πλαίσιο. Στο άρθρο 7 διαβάζουμε: «Τα Μέρη θα μεριμνήσουν ώστε να διασφαλίσουν σε κάθε πρόσωπο που ανήκει σε εθνική μειονότητα, τα δικαιώματα της ειρηνικής συνάθροισης και του συνεταιρισμού, την ελευθερία έκφρασης και την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας.»  Ενώ το Άρθρο 9 διευκρινίζει ρητά ότι «Τα Μέρη δεσμεύονται να αναγνωρίσουν ότι το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης κάθε προσώπου που ανήκει σε εθνική μειονότητα συμπεριλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών στη γλώσσα της μειονότητας, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων…» Και το ίδιο Άρθρο συνεχίζει διατυπώνοντας την ανάγκη αντικειμενικής και δίχως διακρίσεις  πρόσβασης των μειονοτήτων στα μέσα ενημέρωσης και δυνατότητα να δημιουργούν τα δικά τους μέσα ενημέρωσης.  Στο Άρθρο 17 σχετικά με την ελευθερία επικοινωνίας αλλά και μετακίνησης των μειονοτήτων διαβάζουμε: «Τα Μέρη δεσμεύονται να μην εμποδίσουν το δικαίωμα των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες να αποκτούν και να διατηρούν ελεύθερα και ειρηνικά επαφές πέραν των συνόρων με πρόσωπα που βρίσκονται μόνιμα σε άλλα Κράτη, κυρίως με αυτά με τα οποία έχουν κοινή εθνοτική, πολιτιστική, γλωσσική ή θρησκευτική ταυτότητα ή πολιτιστική κληρονομιά.»  

 

Αυτά είναι μερικά από τα ζητήματα που τέθηκαν και πολλά από αυτά μπορούν να συσχετισθούν με τα διεθνή πρότυπα. Αφορούν τα δικαιώματα που θέλετε να αναγνωρίζονται. Πώς θα πρέπει όμως να αναγνωρίζονται και να απολαμβάνονται, μαζί με άλλους ή χωριστά; Αυτά τα δικαιώματα απαιτούν νομοθεσία και κατάλληλες πολιτικές, όπως και πόρους από τις κυβερνήσεις. Από ποιον θα πρέπει να αναγνωρίζονται; Και νομίζω πως, όταν αρχίζουμε να εξετάζουμε τις διατάξεις για τα μειονοτικά δικαιώματα όπως κάναμε μόλις τώρα, δεν πρέπει να παγιδευτούμε στη σκέψη ότι ο μόνος τρόπος για να αναγνωριστεί κάτι είναι με διεθνείς συμβάσεις. Αυτά τα συγκεκριμένα δικαιώματα μπορούν να απολαμβάνονται και να υμνούνται με πολλούς και διάφορους τρόπους αναγνώρισης.

 

Μπορούν να αναγνωρίζονται, όντως, σε ένα επίπεδο από διπλωμάτες που συναθροίζονται και συντάσσουν μια διεθνή σύμβαση. Μπορούν να αναγνωρίζονται από πολιτικούς μέσα σε συντάγματα, σε συνταγματικούς νόμους και μέσα από το κανονικό εσωτερικό δίκαιο. Αυτό εμπλέκει και υπουργούς, πέρα από πολιτικούς. Μπορεί να γίνει μέσα από υπουργικά διατάγματα, που θα εμπλέξει κρατικούς λειτουργούς, δημόσιους υπάλληλους. Τα δικαστήρια και όλοι όσοι εμπλέκονται στην απονομή δικαιοσύνης χρειάζεται να γνωρίζουν αυτά τα δικαιώματα και να αντιλαμβάνονται κατά πόσον αυτά παραβιάζονται.

 

Αυτά τα δικαιώματα μπορεί να απαιτούν την εφαρμογή οικονομικών μέτρων, περιλαμβανομένων εκείνων που περνούν από την τοπική αυτοδιοίκηση. Μπορεί να είναι σημαντικό να ασκηθεί επιρροή σε πολλούς καίριους παράγοντες, από οικονομολόγους μέχρι τοπικούς αξιωματούχους. Η άσκηση επιρροής στο ευρύτερο κοινό μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας, κάτι που, βέβαια, περιλαμβάνει άλλα άτομα, οικογένειες, κοινότητες και οργανώσεις, για να αναγνωρίζουν ως ηθικά σωστές ορισμένες πλευρές των δικαιωμάτων και, μάλιστα, να τις αναγνωρίζουν στην πράξη. Υπάρχουν πολλά στρώματα της κοινωνίας των πολιτών που θα θελήσετε ίσως να εμπλέξετε και να αναμίξετε σε αυτήν την αναγνώριση. Ανθρώπους που ζουν σε αγροτικές περιοχές, σε κωμοπόλεις, σε πόλεις. Μπορεί να θελήσετε να απευθυνθείτε σε νέους, σε ηλικιωμένους, σε πλουσιότερους ή φτωχότερους ανθρώπους, ανθρώπους σε διαφορετικές κοινότητες, μειονότητες και πλειονότητες. Είναι σημαντικό να διαφοροποιείτε την προσέγγιση ανάλογα με τα διάφορα είδη ανθρώπων που παίρνουν αποφάσεις, καθώς και ανάμεσα στα πολλά στοιχεία της κοινωνίας.

 

Τα ερωτήματα που θα πρέπει να επαναλαμβάνουμε για να διασφαλίσουμε μια πρόοδο είναι: τι είναι αυτό που θέλουμε να αναγνωρίζεται, ποιος θέλουμε να αναγνωρίζει αυτά τα ζητήματα, και πώς; Αν αρχίσουμε να αναλύουμε αυτά τα πολυπλοκότατα ζητήματα στα συστατικά στοιχεία τους, έχουμε μια πιθανότητα να προχωρήσουμε μπροστά  το στόχο μας..

 

Πάνω απ’ όλα δεν θα πρέπει να γίνουν εμμονή τα βραχυπρόθεσμα ζητήματα, όσο σημαντικά κι αν αυτά φαίνονται σήμερα. Ας είμαστε προσανατολισμένοι στις διεργασίες, ας αναπτύξουμε βαθυστόχαστες στρατηγικές που θα θέσουν το χρόνο στο πλευρό μας. Προφανώς θα πρέπει να εξεταστούν τρόποι για να σχηματιστούν τοπικοί συνασπισμοί, για να οικοδομηθεί η περιφερειακή αλληλεγγύη, βλέποντας όμως παράλληλα πώς θα χρησιμοποιήσουμε τους διεθνείς μηχανισμούς. Θα πρέπει  να προχωρήσουμε λοιπόν πολύ πέρα από τη νομοθεσία και το πώς μπορούν να υλοποιηθούν τα δικαιώματα μέσα από το κράτος δικαίου και τα δικαστήρια και την αστυνόμευση. Χρειάζεται να εξετάσουμε ηθικές και πολιτικές πρωτοβουλίες, υποστηριγμένες από πρακτικά προγράμματα και πόρους που να σχετίζονται στενά με τις ζωές μας. Ας θυμηθούμε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα μειονοτικά δικαιώματα ανήκουν σε μας και όχι απλώς στους δικηγόρους και τους διπλωμάτες. Χρειάζεται να είμαστε δημιουργικοί και να έχουμε φαντασία στην πραγμάτωσή τους για όλες τις μειονότητες.

 

Είναι σημαντικό να  ενθαρρύνουμε τόσο τη λογική, κατακόρυφη σκέψη, όσο και τη γεμάτη φαντασία, οριζόντια σκέψη, με νέες προσεγγίσεις, νέες ιδέες. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να παγιδευτεί σε παραδοσιακές μεθόδους. Πρέπει να ψάξουμε νέες προσεγγίσεις. Να πρωτότυποι, αλλά επίσης νοήμονες και πολυμήχανοι. Αν έχεις μπροστά σου έναν τοίχο, μια προσέγγιση μπορεί να είναι να τρέξεις καταπάνω του με το κεφάλι μπροστά. Αυτός είναι ένας τρόπος να προσπαθήσεις να περάσεις μέσα από έναν τοίχο, που μπορεί να κάνει έναν μαζοχιστή να νιώσει καλύτερα. Θα πρότεινα ότι δεν είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να περάσεις στην άλλη πλευρά. Θα μπορούσες να προσπαθήσεις να περάσεις τον τοίχο σκαρφαλώνοντας. Μπορεί να είναι υπερβολικά ψηλός. Μπορείς να προσπαθήσεις να υπονομεύσεις με τον καιρό τα θεμέλιά του. Μπορούμε να κινηθούμε οριζόντια και να διαπιστώσουμε ότι κάπου πίσω απ’ τη γωνία υπάρχει μια πύλη, αν παρατηρήσουμε προσεκτικά μπορεί να δούμε ότι είναι ανοιχτή ορισμένες ώρες ή μπορεί να πείσουμε τον φύλακα να μας αφήσει να περάσουμε. Η αλλοίωση των θεμελίων μπορεί να είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία, όμως στο τέλος, αν είμαστε αρκετά αποφασισμένοι και έξυπνοι, μπορούμε να περάσουμε στην άλλη πλευρά.

 

Κοιτάζοντας αυτό το ποτήρι νερό, μπορεί κανείς να το περιγράψει με διάφορους τρόπους. Αν είναι απαισιόδοξος, λέει ότι είναι μισοάδειο. Αν είναι αισιόδοξος, όπως εγώ, λέει ότι είναι μισογεμάτο. Έπειτα σκέφτομαι πώς μπορούμε να απολαύσουμε αυτό το νερό και να πείσουμε τον γείτονά μας ότι θα ήθελε να μας βοηθήσει να το γεμίσουμε μέχρι επάνω.

 

Γνωρίζω ότι υπάρχουν αρκετοί δωρητές, που έχουν συνεισφέρει πόρους σε αυτό το πρόγραμμα, μεταξύ των οποίων η Ευρωπαϊκή Ένωση, το βρετανικό πρόγραμμα βοήθειας της Διεύθυνσης Διεθνούς Ανάπτυξης της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλοι, οι οποίοι πιστεύουν ότι είναι πολύ σημαντικό να συναντιόμαστε για να εξεύρουμε πρακτικούς και ειρηνικούς τρόπους επίλυσης κάποιων από τις υποκείμενες εντάσεις και συγκρούσεις σε αυτήν την περιοχή. Ας τους ευχαριστήσουμε με έναν πολύ πρακτικό τρόπο, απολαμβάνοντας μια συνάντηση δυναμική και εστιασμένη στην πράξη.

 

                                                           ***

 

O Yuri Reshetov είναι Αντιπρόεδρος της Επιτροπής του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων (CERD), που εποπτεύει την εφαρμογή της αντίστοιχης Σύμβασης. Πρόκειται για ένα από τα έξι κείμενα του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το πρώτο για το οποίο δημιουργήθηκε εποπτικό όργανο. Είναι μια πολύ σημαντική Σύμβαση και έχει ωριμάσει στην ερμηνεία της λόγω της εξαίρετης δουλειάς που έχουν κάνει όλα αυτά τα χρόνια κάποια μέλη της Επιτροπής. Ο κ. Reshetov είναι εμπειρογνώμονας, προταθείς από τη Ρωσία, και εξελέγη από τον ΟΗΕ, με τον εξαιρετικό αριθμό των 114 ψήφων στην τελευταία εκλογή.

 

Ένα σημαντικό και αναπόσπαστο μέρος των ενεργειών της παγκόσμιας κοινότητας για τη διασφάλιση του οικουμενικού σεβασμού και της τήρησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών θα είναι η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών που να επιτρέπουν στις μειονότητες να εκφράζουν τις ιδιαιτερότητές τους και να αναπτύσσουν τους πολιτισμούς, τις γλώσσες, τις θρησκείες και τα έθιμά τους. Το σύστημα για τη διεθνή προστασία των μειονοτήτων, που καθιερώθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αντιπροσώπευε πρόοδο σε σχέση με τις καταστάσεις που υπήρχαν πριν. Όμως, μακροπρόθεσμα, η εγγύηση των μειονοτικών δικαιωμάτων, που καθιέρωσε η Κοινωνία των Εθνών με βάση μειονοτικές συνθήκες, δεν ικανοποίησε ούτε τις κυβερνήσεις των χωρών με μειονότητες, ούτε τις ίδιες τις μειονότητες. Αφού ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (1945) δεν περιλαμβάνει καμία συγκεκριμένη διάταξη για τις μειονότητες, κατά τη σύνταξη της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) προτάθηκε να συμπεριληφθεί στη Διακήρυξη η ακόλουθη παράγραφος, που σχετίζεται με τις μειονότητες:

 

«Κάθε λαός και κάθε εθνικότητα στο εσωτερικό ενός κράτους θα απολαμβάνει ίσα δικαιώματα. Οι νόμοι του κράτους δεν θα επιτρέπουν καμία απολύτως διάκριση από αυτήν την άποψη. Οι εθνικές μειονότητες θα έχουν εγγυημένα το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα και να κατέχουν τα δικά τους εθνικά σχολεία, βιβλιοθήκες, μουσεία και άλλα πολιτιστικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα».

 

Όμως, αυτή η πρόταση απορρίφθηκε από την πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης. Η συμπερίληψη στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (1966) άρθρου που σχετίζεται συγκεκριμένα με τι εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες ήταν η προφανέστερη ένδειξη της σπουδαιότητας που προσδίδει η διεθνής κοινότητα στην προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων. Όμως, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων του άρθρου στην Υποεπιτροπή για την Πρόληψη των Διακρίσεων και την Προστασία των Μειονοτήτων, προτάθηκε να αντικατασταθεί η λέξη «μειονότητες» με τη φράση «πρόσωπα που ανήκουν σε μειονότητες», αφού οι ίδιες οι μειονότητες δεν αποτελούν νομικά υποκείμενα, ενώ τα πρόσωπα που ανήκουν σε μειονότητες μπορούσαν εύκολα να οριστούν με νομικούς όρους. Μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι αυτές οι διατάξεις συνιστούν αυστηρότερη εφαρμογή μιας γενικότερης αρχής ισότητας και μη διάκρισης αναφορικά με τις μειονότητες, όχι όμως αναγνώριση καθαυτών των μειονοτήτων.

 

«Άρθρο 27: Σε εκείνα τα Κράτη όπου υπάρχουν εθνικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες, τα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτές τις μειονότητες δεν θα στερούνται του δικαιώματος, από κοινού με τα άλλα μέρη της ομάδας τους, να απολαμβάνουν το δικό τους πολιτισμό, να ομολογούν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και τις ασκούν ή να χρησιμοποιούν τη δική τους γλώσσα.»[3]

 

Η έκφραση του άρθρου 27, στα κράτη στα οποία υφίστανται εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες, θέτει το πρόβλημα της επίσημης αναγνώρισης των μειονοτήτων ως προϋπόθεση για να έχει εφαρμογή το άρθρο αυτό σε αυτές. Κατά την προετοιμασία της μελέτης του Καθηγητή F. Capotorti για τις μειονότητες, η Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών έλαβε από κυβερνήσεις μεγάλο όγκο πληροφοριών, που έδειχναν τις διαφορετικές τους προσεγγίσεις από αυτήν την άποψη.

 

Για παράδειγμα, για το ζήτημα αυτό, η γαλλική κυβέρνηση έχει δηλώσει: «Η Γαλλία δεν μπορεί να αναγνωρίσει την ύπαρξη εθνοτικών ομάδων, είτε πρόκειται για μειονότητες, είτε όχι». Η γαλλική κυβέρνηση εφιστά επίσης την προσοχή στο γεγονός ότι «Η χρήση τοπικών γλωσσών δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να συνιστά κριτήριο προσδιοριστικό της ταυτότητας μιας ομάδας, παρά μόνο για επιστημονικούς σκοπούς». Η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας έχει δηλώσει ότι «Δεν υπάρχει στη Μεγάλη Βρετανία καμία γενική διαδικασία για την επίσημη αναγνώριση μειονοτικών ομάδων, ως μέσο διαφύλαξης των δικαιωμάτων τους, αφού υφίστανται χωρίς κάποια τέτοια αναγνώριση. Μια εθνοτική, θρησκευτική ή γλωσσική μειονότητα δεν χρειάζεται να αναγνωριστεί επίσημα δια νόμου προκειμένου να υπάρχει». Το εσωτερικό δίκαιο ορισμένων κρατών περιλαμβάνει την αναγνώριση της ύπαρξης μειονοτήτων σε αυτά τα κράτη. Σε αρκετές χώρες, η αναγνώριση του δικαιώματος εθνοτικών, γλωσσικών μειονοτήτων να διατηρούν την κουλτούρα και τη γλώσσα τους ­–και αυτό προφανώς υπονοεί αναγνώριση αυτών των ομάδων– είναι ενσωματωμένη στο σύνταγμα ή τη νομοθεσία. Επίσης, οι ομάδες, των οποίων τα δικαιώματα προσδιορίζονται, δεν περιγράφονται ως μειονότητες ή εθνικότητες ή πολιτισμικές μειονότητες ή, απλούστατα, γλωσσικές ομάδες. Σε ορισμένες χώρες, στη Ρωσία για παράδειγμα, η αναγνώριση εθνικών μειονοτήτων είναι δεδομένη, μέχρι ένα σημείο, λόγω της ομοσπονδιακής δομής των κρατών αυτών, μερικοί υπήκοοι της οποίας έχουν εθνική διάσταση. Λεγόμενοι υπήκοοι της Ομοσπονδίας, διότι μερικοί από αυτούς είναι μέλη μειονοτήτων διακριτών από το ρωσικό πληθυσμό.

 

Πρέπει να επισημανθεί ότι τα επίσημα στατιστικά στοιχεία που αφορούν τη σύνθεση του πληθυσμού, που μερικές φορές μάλιστα κατατάσσουν τον πληθυσμό σε εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές ομάδες, δεν αποτελούν επίσημη αναγνώριση μειονοτήτων, η οποία συνεχίζει να είναι στο χέρι των κυβερνήσεων. Έτσι, η Γερμανία, αναφερόμενη σε ιστορικές συγκυρίες και ιδίως σε συμφωνίες που συνάφθηκαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αναγνωρίζει ως εθνικές μειονότητες τους Δανούς, τους Σέρβους, τους Φρίσιους καθώς επίσης, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Γερμανίας προς την Επιτροπή για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, τους Σίντι και τους Ρομά, όχι όμως εθνοτικές ομάδες, πολύ μεγαλύτερες σε μέγεθος, που προέρχονται από την Τουρκία, τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, το Μαρόκο και την Τυνησία. Επίσης, τα μέλη τέτοιων ομάδων έχουν πλέον πολιτογραφηθεί – μερικά από αυτά εδώ και πολύ καιρό. Αναφορικά με τέτοιες καταστάσεις, η Επιτροπή έχει υιοθετήσει τη γενική σύσταση 24/1999. Σε αυτήν δηλώνεται, μεταξύ άλλων:

 

«Από τις περιοδικές εκθέσεις που υποβάλλονται στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 9 της Διεθνούς Σύμβασης για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων και από άλλες πληροφορίες που έχει λάβει η Επιτροπή, φαίνεται ότι αρκετά κράτη-μέλη αναγνωρίζουν την παρουσία στην επικράτειά τους κάποιων εθνικών και εθνοτικών ομάδων ή ιθαγενών λαών, ενώ αγνοούν άλλες ομάδες. Θα πρέπει να εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε όλες τις ομάδες ορισμένα κριτήρια, ιδίως ο αριθμός των ανθρώπων που τις αποτελούν και το να έχουν αυτοί οι άνθρωποι φυλή, γλώσσα ή κουλτούρα διαφορετική από την πλειονότητα ή από άλλες ομάδες του πληθυσμού. Κάποια κράτη-μέλη δεν συλλέγουν στοιχεία για την εθνοτική ή εθνική καταγωγή των πολιτών τους ή άλλων προσώπων που ζουν στην επικράτειά τους, αλλά αποφασίζουν με τη δική τους διακριτική ευχέρεια ποιες ομάδες συνιστούν εθνοτικές ομάδες ή ιθαγενείς λαούς που πρόκειται να αναγνωριστούν και να έχουν αντίστοιχη μεταχείριση. Η Επιτροπή πιστεύει ότι αυτά τα κριτήρια θα πρέπει να βασίζονται στα διεθνή πρότυπα που αφορούν τα συγκεκριμένα δικαιώματα των ανθρώπων που ανήκουν σε τέτοιες ομάδες, μαζί με τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες που αφορούν τα ίσα δικαιώματα όλων και τη μη διάκριση, περιλαμβανομένων εκείνων που έχουν ενσωματωθεί στη Διεθνή Σύμβαση για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων. Συγχρόνως, η Επιτροπή εφιστά την προσοχή των κρατών-μελών στο ότι η εφαρμογή διαφορετικών και μη-αντικειμενικών κριτηρίων για τον προσδιορισμό εθνοτικών ομάδων ή ιθαγενών λαών, ώστε να αναγνωρίζουν κάποιες ομάδες και να αρνούνται να αναγνωρίσουν άλλες, ενδέχεται να προκαλέσουν διαφορετική μεταχείριση για διάφορες ομάδες του πληθυσμού μιας χώρας».[4]

 

Κατά την προσωπική μου γνώμη, η μη αναγνώριση ορισμένων εθνοτικών ομάδων ως μειονοτήτων οφείλεται στον φόβο μήπως τις αναγνωρίσουν ως υποκείμενα του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση. Όμως οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να φοβούνται να το πράξουν, αν λάβουν υπ’ όψη τη σύγχρονη ερμηνεία του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση. Σύμφωνα με τη σύγχρονη ερμηνεία, η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους από μία εθνική ομάδα μπορεί να προκύψει μόνο ως αποτέλεσμα ελεύθερης συμφωνίας μεταξύ διαφορετικών εθνικών ομάδων που βρίσκονται στο εσωτερικό ενός κράτους. Αυτή είναι η μία επιλογή. Ή, δεύτερη επιλογή, μπορεί το δικαίωμα στην απόσχιση να εμπεριέχεται στο σύνταγμα μίας χώρας ­–όπως συνέβη με την πρώην Σοβιετική Ένωση και την πρώην Γιουγκοσλαβία– ή, τρίτη επιλογή, μια εθνική ομάδα μπορεί να αποσχισθεί αν δεν της παρέχεται το δικαίωμα να συμμετέχει στην πολιτική και κοινωνική ζωή μέσα στο κράτος. Από αυτήν την άποψη, η Επιτροπή για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, στις γενικές συστάσεις 21 και 96, τόνισε ότι το διεθνές δίκαιο δεν έχει αναγνωρίσει ως γενικό κανόνα το δικαίωμα να πάρουν κάποιοι άνθρωποι μονομερώς την απόφαση να αποκοπούν από ένα ορισμένο κράτος. Είναι για μας στερεή πεποίθηση ότι αυτό το δικαίωμα απόσχισης δεν αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο.

 

                                                           ***

 

Η Zdenka Machnyikova είναι ανώτατη νομική σύμβουλος στο γραφείο του Ύπατου Αρμοστή για τις Εθνικές Μειονότητες του Οργανισμού για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Στη δουλειά της έχει διατελέσει σύμβουλος σε θέματα δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων και διεθνοτικών σχέσεων στην περιοχή του ΟΑΣΕ. Έχει αναλύσει και εκτιμήσει τη δημόσια πολιτική, τη νομοθεσία και τη πρακτική του κράτους  που επηρεάζουν τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Έχει συμμετάσχει στην προετοιμασία των Συστάσεων του Όσλο Σχετικά με τα Γλωσσικά Δικαιώματα των Εθνικών Μειονοτήτων (1998)[Oslo Recommendations Regarding Linguistic Rights of National Minorities] και των Συστάσεων Λούνντ για μια Αποτελεσματική Συμμετοχή των Εθνικών Μειονοτήτων στη Δημόσια Ζωή (1999) [Lund Recommendations on Effective Participation of National Minorities in Public Life]. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε την ηλεκτρονική διεύθυνση του Ύπατου Αρμοστή για τις Εθνικές Μειονότητες του Οργανισμού για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη

http://www.osce.org/hcnm/index.php3

 

 

Χαίρομαι πολύ που έχω την ευκαιρία να συμμετάσχω σε αυτό το εργαστήριο εκ μέρους του Ύπατου Αρμοστή του ΟΑΣΕ για τις Εθνικές Μειονότητες. Δεδομένου ότι μου ζητήθηκε να ετοιμάσω μια παρουσίαση για την αναγνώριση των μειονοτήτων από την οπτική γωνία του ΟΑΣΕ, θα ξεκινήσω αναφερόμενη στα πρότυπα περί μειονοτήτων που έχουν τύχει επεξεργασίας στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ. Στις 28 Ιουνίου 1990, οι κυβερνήσεις των κρατών που μετέχουν στον ΟΑΣΕ συμφώνησαν στο Καταληκτικό Κείμενο της Διάσκεψης για την Ανθρώπινη Διάσταση. Το Καταληκτικό Κείμενο της Διάσκεψης για την Ανθρώπινη Διάσταση της Κοπεγχάγης δεσμεύει τις κυβερνήσεις, με την Παράγραφο 31, «Τα άτομα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες έχουν το δικαίωμα να ασκούν πλήρως και ουσιαστικά τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους, χωρίς καμία διάκριση και με πλήρη ισότητα ενώπιον του νόμου.» Περαιτέρω, παράγραφος 32, το Κείμενο της Κοπεγχάγης δεσμεύει τις κυβερνήσεις να παράσχουν στα άτομα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες «το δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα, να διατηρούν και να αναπτύσσουν την εθνική, πολιτισμική, γλωσσική ή θρησκευτική τους ταυτότητα και να διατηρούν και να αναπτύσσουν τον πολιτισμό τους σε όλες του τις εκφάνσεις, ελεύθερα από κάθε προσπάθεια αφομοίωσης ενάντια στη θέλησή τους. (…) να πρεσβεύουν και να εξασκούν τη θρησκεία τους…(…) να ιδρύουν και να διατηρούν οργανισμούς και οργανώσεις…» Στην παράγραφο 33, το Κείμενο της Κοπεγχάγης σημειώνει ότι: «Τα συμμετέχοντα Κράτη θα προστατεύουν την εθνοτική, πολιτισμική, θρησκευτική ταυτότητα των εθνικών μειονοτήτων στο έδαφός τους και θα δημιουργούν κατάλληλες συνθήκες για την προαγωγή αυτής της ταυτότητας».[5]

 

Υπάρχει μια συνήθης παρανόηση, ότι οι μειονότητες πρέπει να αναγνωρίζονται επίσημα –με την έννοια κάποιου είδους επίσημης διακήρυξης– από το κράτος προκειμένου να απολαμβάνουν τα δικαιώματα που αναφέρει το Κείμενο της Κοπεγχάγης. Το ζήτημα του κατά πόσον το εσωτερικό δίκαιο αναγνωρίζει ή όχι την ύπαρξη μειονοτήτων δεν μπορεί από μόνο του να καθορίζει την έκταση των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει το κράτος βάσει του διεθνούς δικαίου. Είναι αρχή του διεθνούς δικαίου ότι το κράτος έχει καθήκον να εκπληρώνει καλόπιστα τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από συνθήκες και άλλες πηγές του διεθνούς δικαίου, και δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις του συντάγματος ή των νόμων του ως δικαιολογία για την παράλειψη εκτέλεσης αυτού του καθήκοντος. Η διεθνής προστασία δεν εξαρτάται από την επίσημη αναγνώριση της ύπαρξης μειονοτήτων.

 

Όπως αποσαφηνίζει, τέλος, το Κείμενο της Κοπεγχάγης, «Η ένταξη σε μία εθνική μειονότητα αποτελεί θέμα προσωπικής επιλογής του ατόμου και καμιά αρνητική συνέπεια δεν θα πρέπει να προκύψει από την άσκηση αυτής της επιλογής». Αυτός ο ορισμός του υποκειμενικού προσδιορισμού υπονομεύει κάθε προσπάθεια ενός κράτους να συμπεριλάβει ή να αποκλείσει ένα πρόσωπο από τη συμμετοχή σε μια εθνική μειονότητα, με βάση κυβερνητικά κριτήρια, όσο αντικειμενικά και αν είναι αυτά ή όσο ανεξάρτητα ή αμερόληπτα και αν εφαρμόζονται. Έτσι, συμβάλλει πολύ στη λύση των προβλημάτων που προκύπτουν σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη συμμετοχή σε μία ομάδα. Το προφανές πρόβλημα που παραμένει ανεπίλυτο δεν είναι τόσο το ανήκειν στην ομάδα, όσο ο χαρακτήρας της και, επομένως, το κατά πόσον τα πρόσωπα που προβάλλουν έναν ισχυρισμό πληρούν τις προϋποθέσεις για τα σχετικά δικαιώματα. Αυτό θέτει το ερώτημα, ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που δείχνουν την ύπαρξη μιας εθνικής μειονότητας. Στο Έγγραφο της Κοπεγχάγης διατυπώνονται συγκεκριμένα σημεία, στα οποία αναλύεται το πώς μπορεί να ασκείται η επιλογή να ανήκει κανείς σε μια εθνική μειονότητα. Στα σημεία αυτά περιλαμβάνονται: η ελευθερία να χρησιμοποιεί κανείς τη μητρική του γλώσσα, η ελευθερία να ιδρύει μορφωτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά ιδρύματα, η θρησκευτική ελευθερία, η ελευθερία μετακίνησης και επαφών, και ούτω καθ’ εξής.

 

Το πραγματικό ερώτημα, επομένως, είναι το κατά πόσον εξασφαλίζεται η πρόσβαση στο δικαίωμα. Στρατηγικά, από την άποψη της πρόσβασης στα δικαιώματα, θα πρότεινα ότι, αντί να επιδιώκουμε να εξασφαλίσουμε κάποια διακήρυξη –η οποία έχει συμβολική αξία και είναι σημαντική, αλλά μπορεί να πυροδοτήσεις τις σχέσεις μεταξύ εθνοτήτων– είναι καλύτερο να ενεργούμε απέναντι σε συγκεκριμένα δικαιώματα ώστε να εξασφαλίσουμε την πρόσβαση και την απόλαυση αυτών των δικαιωμάτων. Με βάση έναν τέτοιο στόχο μπορεί κανείς εύκολα να προσδιορίσει την τακτική.

 

Όπως ήδη ανέφερα, υπάρχει η εσφαλμένη αντίληψη ότι, προκειμένου ένα πρόσωπο που ανήκει σε μια εθνική μειονότητα να αποκτήσει και να απολαύσει τα δικαιώματα που αναφέρει το Κείμενο της Κοπεγχάγης, θα πρέπει να αναγνωριστεί επίσημα από το κράτος. Το Κείμενο της Κοπεγχάγης υποδεικνύει ότι δεν είναι απαραίτητο αυτό. Όπως σημειώσαμε προηγουμένως, η Παράγραφος 31 δηλώνει ότι: «Τα άτομα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες έχουν το δικαίωμα να ασκούν πλήρως και ουσιαστικά τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους χωρίς καμία διάκριση και με πλήρη ισότητα ενώπιον του νόμου». Οι ίδιες αρχές της μη διάκρισης και της ισότητας ενώπιον του νόμου ισχύουν για όλα τα πρόσωπα που εμπίπτουν στον δικαιοδοτικό χώρο του κράτους. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κανόνες, τους οποίους τα διεθνή κείμενα εγγυώνται σε πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες, στην πράξη έχουν να κάνουν με συγκεκριμένες μορφές εφαρμογής της αρχής της ισότητας και της μη διάκρισης. Για παράδειγμα, όταν ένα σωματείο, αποτελούμενο από πρόσωπα που ανήκουν σε μια εθνική μειονότητα, θέλει να αποκτήσει νομική προσωπικότητα για λόγους απόλαυσης ενός από τα προαναφερθέντα δικαιώματα αυτών των προσώπων, ο νόμος μπορεί να το υποχρεώνει να συσταθεί επισήμως. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις για τη σύστασή του δεν μπορούν να διαφέρουν από εκείνες που ισχύουν για σωματεία που δεν αποτελούνται από πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες. Η αντίθετη περίπτωση θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της μη διάκρισης. Ούτε και μπορεί το κράτος να αρνηθεί τη σύσταση απλώς και μόνο επειδή πρόκειται για σωματείο προσώπων που ανήκουν σε εθνική μειονότητα. Αυτό θα αποτελούσε παραβίαση των δεσμεύσεων του Κειμένου της Κοπεγχάγης.

 

Ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΑΣΕ για τις Εθνικές Μειονότητες έχει μέχρι στιγμής αντιδράσει στο πρόβλημα της αναγνώρισης με τη διαβεβαίωση ότι: «Γνωρίζω μια μειονότητα μόλις τη δω». Πολλοί από σας εδώ θα ξέρετε αυτή τη διάσημη φράση. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ύπατος Αρμοστής έχει ενεργήσει σε ποικίλες καταστάσεις που αφορούν διάφορες ομάδες, μεταξύ των οποίων και ομάδες χωρίς συγγενή κράτη και ομάδες που δεν αποτελούνται από πολίτες του κράτους. Βέβαια, η δήλωση του Ύπατου Αρμοστή, ότι γνωρίζει μια μειονότητα μόλις τη δει, αναφέρεται στο συγκεκριμένο πλαίσιο της περιορισμένης εντολής του, η οποία απευθύνεται σε καταστάσεις που περιλαμβάνουν προβλήματα σχετιζόμενα με μειονότητες όπου υπάρχει η διάσταση της απειλής για την ειρήνη και τη σταθερότητα στο χώρο του ΟΑΣΕ. Κατά την εκπλήρωση της εντολής του, ο Ύπατος Αρμοστής έχει ερμηνεύσει την ιδέα της εθνικής μειονότητας με σχετικά ευρεία έννοια. Πρέπει να υπενθυμιστεί, ωστόσο, ότι ο Ύπατος Αρμοστής για τις Εθνικές Μειονότητες δεν είναι ένας μηχανισμός επίβλεψης και δεν ασχολείται με την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων εν γένει. Μάλιστα, το έργο του Ύπατου Αρμοστή αντιμετωπίζει ζητήματα τέτοιας φύσης –δηλαδή, εκεί όπου υπάρχει τάση για σύγκρουση– ώστε σπάνια τίθενται ζητήματα ορισμού. Σε γενικές γραμμές, τα μέρη στην πράξη αλληλοαναγνωρίζονται. Αυτό αληθεύει ουσιαστικά επειδή ο Ύπατος Αρμοστής ενεργεί σε καταστάσεις όπου υπάρχει κινητοποίηση παραπόνων. Ωστόσο, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες έχει αναμιχθεί ο Ύπατος Αρμοστής, έχουν προκύψει και ζητήματα ορισμού –για παράδειγμα, αναφορικά με την συμπερίληψη και τον αποκλεισμό ορισμένων προσώπων ή ορισμένων μερών μιας ομάδας.

 

Για παράδειγμα, ο Ύπατος Αρμοστής έχει βρεθεί αντιμέτωπος με το ζήτημα της αναγνώρισης της αλβανικής μειονότητας στην Ελλάδα. Σε μια άλλη περίπτωση, η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας το 1996-97 αρνήθηκε την εκπαίδευση στην τουρκική γλώσσα στα παιδιά προσώπων που αυτοπεριγράφονται ως τουρκικής εθνότητας. Το επιχείρημα της Κυβέρνησης ήταν ότι τα εν λόγω πρόσωπα δεν μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι είναι μέλη της τουρκικής μειονότητας επειδή η τουρκική δεν ήταν γλώσσα που μιλούσαν στο σπίτι. Δεν μπορούσαν, επομένως, να επωφεληθούν από τα δικαιώματα που αποδίδονται στα μέλη εκείνης της μειονότητας. Η υπόθεση αφορά το σχολείο στο Τσένταρ Ζούπα, όπου η Μακεδονική Κυβέρνηση, το 1996-97, υποστήριξε κατά βάση ότι τα παιδιά δεν μπορούσαν να διδαχθούν την τουρκική γλώσσα στο σχολείο επειδή δεν χρησιμοποιούσαν πια αυτή τη γλώσσα. Αυτό θέτει ορισμένα ερωτήματα. Έχει το παιδί το δικαίωμα να καθορίσει την ταυτότητά του και να διατηρήσει και να αναπτύξει αυτήν την ταυτότητα μέσα από την εκπαίδευση, περιλαμβανομένης της γλωσσικής εκπαίδευσης; Και, αν υποθέσουμε ότι αυτό ισχύει, τότε τίθεται επίσης ένα άλλο ερώτημα, που έχει κατά βάση ως εξής: Πώς καθορίζει κανείς μέχρι ποιο σημείο θα χρησιμοποιήσει αυτόν τον ισχυρισμό, ότι είναι μέλος μειονότητας, για τον καθορισμό τού κατά πόσον το παιδί θα διατηρήσει αυτήν την ταυτότητα; Ο Ύπατος Αρμοστής συζήτησε και αντάλλαξε επιστολές με τη Μακεδονική Κυβέρνηση για αυτό το ζήτημα. Η Κυβέρνηση έδωσε ενδείξεις ότι σχεδίαζε να διοργανώσει μια αποτίμηση της τρέχουσας γνώσης της τουρκικής και της μακεδονικής γλώσσας μεταξύ των παιδιών σχολικής ηλικίας στο χωριό και ότι, στην περίπτωση που θα κρινόταν ότι τα παιδιά σχολικής ηλικίας έχουν επαρκή γνώση της τουρκικής γλώσσας, η Κυβέρνηση θα ήταν έτοιμη να διευκολύνει την παροχή μαθημάτων στην τουρκική γλώσσα. Ο Ύπατος Αρμοστής υπενθύμισε στη Μακεδονική Κυβέρνηση ότι, σύμφωνα με τα πρότυπα του ΟΑΣΕ, η υποκειμενική βούληση των γονέων στο Ζούπα να θεωρούν εαυτούς Τούρκους και έτσι να εκπαιδεύονται τα παιδιά τους στην τουρκική γλώσσα, ή για την τουρκική γλώσσα, θα πρέπει να έχει καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την υπόθεση. Το ζήτημα είναι ακόμη υπό συζήτηση.

 

Σε κάθε περίπτωση, όταν τίθεται υπό αμφισβήτηση αυτό το ζήτημα, ο Ύπατος Αρμοστής έχει υποστηρίξει ότι απαιτούνται ορισμένοι παράγοντες, αφού δεν μπορούν να σταθούν αυθαίρετοι και μονομερείς ισχυρισμοί. Σε αυτές τις καταστάσεις, ο Ύπατος Αρμοστής έχει επιχειρηματολογήσει με βάση την παράγραφο 32 του Κείμενο της Κοπεγχάγης, με την υποστήριξη αναφορών στα άλλα κείμενα και τις άλλες γνώμες που έχουν εκφραστεί στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Ύπατος Αρμοστής για τις Εθνικές Μειονότητες, κατά την αντιμετώπιση διαφορετικών καταστάσεων, έχει προσπαθήσει να διατηρήσει μια συνεπή κατανόηση του όρου μειονότητα, μέσα στο συνολικό πλαίσιο του διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μέχρι στιγμής, ο ουσιαστικά υποκειμενικός ορισμός που προκύπτει από την παράγραφο 32 του Εγγράφου της Κοπεγχάγης αντιπροσωπεύει ένα σχεδόν καθοριστικό πρότυπο και σημείο αναφοράς, στο οποίο έχουν δεσμευτεί τα Κράτη-Μέλη του ΟΑΣΕ. Ο Ύπατος Αρμοστής είναι αυτή τη στιγμή αναμεμιγμένος σε συζητήσεις με κάποιες κυβερνήσεις, γύρω από τα ζητήματα που σχετίζονται με την αναγνώριση.

 

                                                           ***

 

O Boris Tsilevich είναι μέλος της Βουλής της Λετονία και της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (PACE). Υπήρξε επίσης μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου της Ρίγα και σύμβουλος για θέματα ανθρώπινων δικαιωμάτων και εθνοτικών σχέσεων στη Βουλή της Λετονία.  Επίσης ήταν μέλος της Συμβουλευτικού Συμβουλίου για τις μειονότητες παρά τον Πρόεδρο. Είναι ο συντονιστής της ηλεκτρονικής σελίδας MINELRES (Ηλεκτρονικές Πηγές για τις Μειονότητες).  Είναι συγγραφέας πολλαπλών εργασιών σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε:

http://www.riga.lv/minelres/cv/cv_tsil.htm

 

Ένας από τους κορυφαίους ειδήμονες στα μειονοτικά δικαιώματα, ο John Packer (σύμβουλος του Ύπατου Αρμοστή του ΟΑΣΕ για τις Εθνικές Μειονότητες), έγραψε κάποτε ότι τα μειονοτικά δικαιώματα αντιπροσωπεύουν ένα πολύ ειδικό μέρος του δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, διότι ούτε οι κάτοχοι αυτών των δικαιωμάτων, ούτε και το περιεχόμενό τους έχουν ποτέ οριστεί με σαφήνεια από νομικής απόψεως. Αυτή η παράδοξη δήλωση, αν και είναι κάπως υπερβολική, δεν στερείται ωστόσο λογικής. Οι προσεγγίσεις στο πρόβλημα της αναγνώρισης μειονοτήτων σε εθνικό επίπεδο διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ τους. Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μια συνέλευση κοινοβουλευτικών, πολιτικών, που προέρχονται από ευρωπαϊκά κράτη με ευρύτατη ποικιλία εθνικών παραδόσεων στη διαχείριση της εθνοπολιτισμικής ποικιλομορφίας εν γένει και, πιο συγκεκριμένα, στις προσεγγίσεις στο ζήτημα της αναγνώρισης μειονοτήτων. Είναι ένας χώρος όπου αυτές οι διαφορετικές απόψεις συναντώνται, αλληλεπιδρούν, μερικές φορές συγκρούονται, όμως, εν τέλει, συγκλίνουν, δημιουργώντας αυτό που συνηθίζαμε να αποκαλούμε σύγχρονα ευρωπαϊκά πρότυπα προστασίας των μειονοτήτων.

 

Δεν μπορεί κανείς παρά να αναγνωρίσει ότι η διεργασία της ανάπτυξης κοινών και γενικά αποδεκτών –αν και όχι ακόμη γενικώς και πλήρως εφαρμοζόμενων– προτύπων αναφορικά με την αναγνώριση και διαφύλαξη μειονοτικών δικαιωμάτων είναι εκπληκτικά γρήγορη, δεδομένης της ύψιστης πολιτικής ευαισθησίας του ζητήματος αυτού.

 

Γιατί λοιπόν είναι τόσο ευαίσθητο πολιτικά αυτό το ζήτημα; Θα συμφωνήσω με τον κ. Reshetov, σε μεγάλο βαθμό αυτό συμβαίνει λόγω μιας ιστορικά εδραιωμένης αντίληψης των μειονοτικών δικαιωμάτων. Ιστορικά, η ιδέα της προστασίας των μειονοτήτων εμφανίστηκε πολύ νωρίτερα από άλλες βασικές έννοιες των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Βέβαια, αυτές οι αρχαίες συνθήκες ασχολούνταν με θρησκευτικές μειονότητες, αφού η ίδια η έννοια της εθνικής μειονότητας εμφανίστηκε πολύ αργότερα. Η πρώτη μειονοτική συνθήκη, όπως πολλοί από εσάς θα γνωρίζετε, ανάγεται ήδη στο 1606. Πρόκειται για τη Συνθήκη της Βιέννης μεταξύ του Βασιλιά της Ουγγαρίας και του Πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας.

 

Όμως, βέβαια, όλες αυτές οι παλιές διμερείς και πολυμερείς συνθήκες για την προστασία των μειονοτήτων βασίζονταν στην ίδια αντίληψη. Τα δικαιώματα των μειονοτήτων θεωρούνταν ένα είδος ειδικών προνομίων που παραχωρούνταν σε ορισμένες ομάδες οι οποίες, εξ αιτίας κάποιων ιστορικών, θρησκευτικών ή και απλώς πολιτικών λόγων, ήταν ιδιαίτερα πολύτιμες για κάποια από τα συμβαλλόμενα μέρη. Κατά κανέναν τρόπο δεν ήταν οικουμενικά τα μειονοτικά δικαιώματα, ενώ η αναγνώριση των μειονοτήτων εξαρτιόταν κυρίως από τις διμερείς σχέσεις μεταξύ των κρατών –για να το θέσω ωμά, σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από τη σχέση της στρατιωτικής τους ισχύος. Το σύστημα των μειονοτικών συνθηκών βάσει της Κοινωνίας των Εθνών είναι η καλύτερη απόδειξη αυτής της προσέγγισης. Υποχρεώσεις στον τομέα της προστασίας των μειονοτήτων επιβλήθηκαν στα κράτη που ηττήθηκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στα κράτη που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους ή προσάρτησαν εδάφη ως αποτέλεσμα συνθηκών που συνάφθηκαν μετά τον πόλεμο. Στο μεταξύ, οι νικητές του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου δεν ανέλαβαν καμία υποχρέωση από αυτήν την άποψη. Το εντυπωσιακότερο, ίσως, παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι η κατάσταση των Ρομά, που ποτέ δεν είχαν το «δικό τους» κράτος να τους φροντίζει. Αυτός είναι ο λόγος που, μέχρι πολύ πρόσφατα, πρακτικά τίποτα δεν είχε γίνει κατά των γενικευμένων διακρίσεων σε βάρος των Ρομά.

 

Το μειονοτικό ζήτημα, λοιπόν, στην περίοδο του μεσοπολέμου ήταν αποκλειστικά ζήτημα εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο, το σύστημα των μειονοτικών συνθηκών φάνηκε ανίκανο να αποτρέψει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον, ο Χίτλερ σαφέστατα καταχράστηκε το μειονοτικό ζήτημα για να δικαιολογήσει την επιθετικότητά του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν στιγματίστηκε μόνο η προσέγγιση της Κοινωνίας των Εθνών στην προστασία των μειονοτήτων αλλά, σε κάποιο βαθμό, στιγματίστηκε και η ίδια η έννοια των μειονοτικών δικαιωμάτων. Αυτός είναι ο λόγος που ο ΟΗΕ δίστασε πολύ να συμπεριλάβει στα πρώτα βασικά του κείμενα οποιαδήποτε διάταξη για τα μειονοτικά δικαιώματα, όπως ανέφερε σήμερα ο κ. Reshetov. Ακόμα και μέχρι σήμερα, για να είμαστε ειλικρινείς, αντιμετωπίζουμε μερικές φορές απόπειρες αναβίωσης αυτής της προσέγγισης, ότι δηλαδή εναπόκειται αποκλειστικά στα έθνη-κράτη να αποφασίσουν ποιες ομάδες αξίζουν την παραχώρηση «ειδικών προνομίων» –όπως αντιλαμβάνονται τα μειονοτικά δικαιώματα οι οπαδοί αυτής της απαρχαιωμένης και αναχρονιστικής, θα έλεγα, προσέγγισης.

 

Αυτή η νέα νομική έννοια των οικουμενικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, που αναπτύχθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενσωμάτωνε –αν και όχι χωρίς δυσκολίες– και μια νέα αντίληψη για τα μειονοτικά δικαιώματα. Η αντίληψη αυτή θα μπορούσε να περιγραφεί, κάπως απλουστευτικά, ως εξής.

 

Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι πηγή ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η ταυτότητα ενός προσώπου συνδέεται στενά με την αξιοπρέπειά του. Έτσι, η αναγνώριση και ο σεβασμός της πολιτισμικής ταυτότητας ενός προσώπου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Τα μειονοτικά δικαιώματα είναι στην πραγματικότητα το δικαίωμα να διατηρεί κανείς τη χαρακτηριστική του ταυτότητα ή, θα μπορούσε να πει κανείς, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα. Αυτή η ιδέα αντανακλάται ιδιαίτερα στη Σύμβαση-Πλαίσιο –μίλησε ήδη γι’ αυτό ο κ. Phillips. Όμως θα ήθελα να τονίσω ότι η Σύμβαση-Πλαίσιο είναι το πρώτο νομικά δεσμευτικό κείμενο για τα μειονοτικά δικαιώματα.

 

Έτσι, είναι πολύ σημαντικό το ότι το Άρθρο 1 λέει σαφέστατα και με έμφαση ότι: «Η προστασία των εθνικών μειονοτήτων και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των προσώπων που ανήκουν στις μειονότητες αυτές αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, ως τέτοια, εμπίπτει στο πεδίο της διεθνούς συνεργασίας».

 

Μπορούμε να πούμε ότι η άρνηση των μειονοτικών δικαιωμάτων σε ορισμένα άτομα ή ομάδες με βάση αυθαίρετα κριτήρια θα πρέπει σαφώς να θεωρείται διάκριση. Όσον αφορά τα κείμενα που υιοθέτησε η ίδια η Κοινοβουλευτική Συνέλευση, δύο κυρίως κείμενα πρέπει να ξεχωρίσουμε. Πρώτον, η διάσημη Σύσταση 1201, που υιοθετήθηκε το 1993 και τιτλοφορείται «Για ένα Πρόσθετο Πρωτόκολλο για τα Δικαιώματα των Εθνικών Μειονοτήτων στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου». Το Άρθρο 3 του προτεινόμενου πρόσθετου πρωτοκόλλου έχει ως εξής: «Μόνο η αναγνώριση των δικαιωμάτων προσώπων που ανήκουν σε μια εθνική μειονότητα στο εσωτερικό ενός κράτους και η διεθνής προστασία αυτών των δικαιωμάτων είναι σε θέση να τερματίσει οριστικά τις εθνοτικές συγκρούσεις και έτσι να βοηθήσει να υπάρξει εγγυημένη δικαιοσύνη, δημοκρατία, σταθερότητα και ειρήνη».

 

Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον μίγμα της προπολεμικής πολιτικής προσέγγισης και της σύγχρονης προσέγγισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η ρήτρα αυτή δεν λέει τίποτα για ανθρώπινα δικαιώματα. Μιλά για δικαιοσύνη, σταθερότητα και ειρήνη και όχι για ανθρώπινα δικαιώματα. Όμως εδώ ήδη συνειδητοποιείται ότι ο μόνος τρόπος είναι να αναγνωριστούν οι μειονότητες και να δοθούν εγγυήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματά τους τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο: η αναγνώριση μιας μειονότητας στο εσωτερικό ενός κράτους και η διεθνής προστασία. Έτσι, πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό έγγραφο. Υπήρχε μάλιστα καθολική συναίνεση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης στο σημείο αυτό, ήδη από το 1993.

 

Ωστόσο, ένα άλλο ζήτημα ήταν, και μέχρι ένα σημείο συνεχίζει να είναι, πολύ πιο αμφιλεγόμενο. Συγκεκριμένα, τι είδους κριτήρια πρέπει να ικανοποιεί μία ομάδα ατόμων για να διεκδικήσει την αναγνώρισή της ως εθνική μειονότητα; Η Σύσταση 1201 πρότεινε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Παρά τις έντονες και αποτυχημένες συζητήσεις στα Ηνωμένα Έθνη για τον ορισμό της μειονότητας, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση πρότεινε το δικό της ορισμό. Τα κύρια στοιχεία του είναι: πρώτον, η υπηκοότητα, δεύτερον, οι μακρόχρονοι, σταθεροί και διαρκείς δεσμοί με το κράτος, τρίτον, χαρακτηριστικά εθνοτικά, πολιτισμικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά γνωρίσματα, τέταρτον, επαρκώς αντιπροσωπευτικό πλήθος, ή «μέγεθος», και το τελευταίο, το κίνητρο του ενδιαφέροντος να διαφυλάξει από κοινού αυτό που αποτελεί κοινή της ταυτότητα.

 

Γιατί υποστήριξαν αυτόν τον προτεινόμενο ορισμό τα μέλη της Συνέλευσης; Οι λόγοι ήταν πολύ διαφορετικοί και μάλιστα εκ διαμέτρου αντίθετοι. Για ορισμένα μέλη της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, αυτός ο ορισμός ήταν ένα καλό εργαλείο για να αποκλειστούν ρητά ορισμένες ομάδες, τις οποίες εκλάμβαναν ως «αποδημητικές ομάδες». Για κάποια άλλα –και τείνω να πιστεύω ότι αποτελούσαν σημαντική πλειονότητα– ήταν μια εγγύηση ότι δεν θα αποκλειόταν καμία ομάδα που θα ικανοποιούσε αυτό το κριτήριο.

 

Πρέπει να πούμε ότι κάποια από τα προαναφερθέντα κριτήρια είναι μάλλον ασαφή και ανοιχτά σε ερμηνείες. Ποιος και πώς θα ερμηνεύσει αυτά τα κριτήρια; Μέρος της απάντησης σε αυτό το καίριο ερώτημα μπορούμε να βρούμε στην ίδια τη Σύσταση 1201. Το Άρθρο 2 του προτεινόμενου πρωτοκόλλου λέει: «Η συμμετοχή σε μια εθνική μειονότητα θα είναι ζήτημα ελεύθερης προσωπικής επιλογής». Έτσι, ταυτίζεται απόλυτα με την προσέγγιση των Ηνωμένων Εθνών και του ΟΑΣΕ. Επομένως, είναι τα ίδια τα εν λόγω πρόσωπα που θα πρέπει πρώτα να αποφασίσουν κατά πόσον ανήκουν ή όχι σε μια εθνική μειονότητα.

 

Το τελευταίο κείμενο, στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ, είναι η Σύσταση 1492, που υιοθετήθηκε πριν δύο μήνες, φέτος τον Ιανουάριο. Κατά βάση, αυτή η Σύσταση επιβεβαίωσε τη στάση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης. Επιμένει ξανά στην υιοθέτηση του ορισμού της μειονότητας, αλλά προχωρά ακόμα περισσότερο. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτής της νέας σύστασης: «η Συνέλευση καταδικάζει την άρνηση της ύπαρξης μειονοτήτων και μειονοτικών δικαιωμάτων σε αρκετά κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και το γεγονός ότι σε πολλές μειονότητες στην Ευρώπη δεν παρέχεται επαρκής προστασία».

 

Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας στην ασυνήθιστα έντονη φρασεολογία αυτής της παραγράφου. Μια ΜΚΟ θα έλεγε πιθανότατα κάτι τέτοιο, όμως για την Κοινοβουλευτική Συνέλευση είναι πραγματικά σπάνια περίπτωση.

 

Άλλη μία πολύ σημαντική διάταξη αυτής της σύστασης είναι μία απόπειρα να απαντηθεί ένα πολύ λεπτό ερώτημα: αυτές οι ομάδες, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της ιδιότητας της εθνικής μειονότητας βάσει του ορισμού που δίνει η Σύσταση 1201, κατέχουν μειονοτικά δικαιώματα ή όχι; Η παράγραφος 11 αυτής της νέας Σύστασης έχει ως εξής: «Η Συνέλευση αναγνωρίζει ότι οι πληθυσμοί μεταναστών, τα μέλη των οποίων είναι πολίτες του κράτους στο οποίο κατοικούν, αποτελούν ειδικές κατηγορίες μειονοτήτων και συνιστά να εφαρμοστεί για αυτούς ειδικό κείμενο του Συμβουλίου της Ευρώπης». Επομένως η απάντηση είναι θετική. Οι αποδημητικές ομάδες έχουν και αυτές κάποια μειονοτικά δικαιώματα! Όχι ακριβώς εκείνα που διαφυλάττονται στη Σύμβαση-Πλαίσιο, αλλά πρέπει να αναπτυχθεί κάποιο ειδικό έγγραφο για να εγγυηθεί και σε αυτές τις ομάδες το στοιχειώδες δικαίωμά τους να διατηρούν την ταυτότητά τους.

 

Θα προσπαθήσω να συνοψίσω προσθέτοντας ότι: Αν και αυτό δεν στερείται προβλημάτων, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι η προπολεμική προσέγγιση στα μειονοτικά δικαιώματα, ως ζήτημα απλώς εξωτερικής πολιτικής, αντικαθίσταται βαθμιαία και αμετάκλητα με την αντίληψη των μειονοτικών δικαιωμάτων ως αναπόσπαστου μέρους των δικαιωμάτων του ανθρώπου, δηλαδή ως καθολικών δικαιωμάτων που πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις. Τόσο τα κείμενα που έχει υιοθετήσει η Κοινοβουλευτική Συνέλευση, όσο και νομικά δεσμευτικά έγγραφα, παρέχουν επαρκείς αποδείξεις ως προς αυτό. Στο μεταξύ, πολλά κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης συνεχίζουν να έχουν την τάση να εφαρμόζουν τις δεδηλωμένες αρχές κατά τρόπο μάλλον περιοριστικό και αυθαίρετο. Και, μέχρι στιγμής, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση δεν έχει στη διάθεσή της κανέναν αποτελεσματικό μηχανισμό για να επιλύσει αυτό το πρόβλημα. Έτσι, το κυρίως έργο είναι να ενισχυθούν οι πρακτικοί μηχανισμοί και, πρώτα απ’ όλα, το πλέον πολλά υποσχόμενο όργανο –η Συμβουλευτική Επιτροπή για τη Σύμβαση-Πλαίσιο.

 

                                                           ***

 

Ο Eurig Wyn είναι ο Γενικός Γραμματέας της Ομάδας των Πράσινων και της Ευρωπαϊκής Ελεύθερης Συμμαχίας. Είναι μέλος της Επιτροπής για τον Πολιτισμό, την Εκπαίδευση, τη Νεολαία Τα Μέσα Ενημέρωσης και τον Αθλητισμό.  Επίσης συμμετέχει σε άλλες επιτροπές αυτής της Ομάδας όπου εκπροσωπεί  το Ουαλικό κόμα στο Ηνωμένο Βασίλειο Plaid Cymru. Έχει εργαστεί ως δάσκαλος, δημοσιογράφος/παρουσιαστής στο BBC, και σε Ουαλικές εθνικές εφημερίδες. Έχει επίσης εργαστεί στο χώρο των αναπτυξιακών προγραμμάτων, και υπήρξε σεναριογράφος για το S4C και για το Ουαλικό θέατρο. Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Περιφερειών ήταν εισηγητής για τις κατασκευαστικές χορηγήσεις, τις ενέργειες κατά του ρατσισμού, τη λαθεμένη χρήση των φαρμάκων και τη θεσμική αλλαγή.

 

Θα αρχίσω με μία ιστορία και ελπίζω ότι οι μεταφραστές θα μπορέσουν να την παρακολουθήσουν. Δεν ξέρω αν ακούσατε για το τέλος του κόσμου, όταν έπεσε η πυρηνική βόμβα. Δύο προνοητικοί επιστήμονες έτυχε να είναι αρκετά προνοητικοί ώστε να κατασκευάσουν ένα αερόστατο και να διαφύγουν από το μακελειό που γινόταν στο έδαφος. Καθώς αιωρούντο πάνω από τον καπνό και τα σύννεφα, αποπροσανατολίστηκαν τελείως. Μέσα από ένα άνοιγμα στα σύννεφα, είδαν έναν άνθρωπο πάνω σε ένα λοφάκι από κάτω τους. Του φώναξαν και τον ρώτησαν, «Πού βρισκόμαστε;». Ο άνθρωπος στο λοφάκι είπε, «Ε, βρισκόμαστε εδώ». Το σύννεφο τον σκέπασε και το αερόστατο συνέχισε το δρόμο του. Ο ένας επιστήμονας είπε στον άλλο, «Είμαι σίγουρος ότι εκείνος ο άνθρωπος ήταν πολιτικός». Ο άλλος επιστήμονας είπε, «Τι σε κάνει να το νομίζεις;» «Η απάντηση που μας έδωσε ήταν απολύτως σωστή, αλλά δεν μας βοήθησε καθόλου».

 

Ως μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ίσως να μην μπορώ να προσφέρω τα νομικά δεδομένα που μας έδωσαν ήδη τα πεπειραμένα μέλη αυτού του πάνελ, μπορώ όμως σίγουρα να προσφέρω την πρακτική εμπειρία ενός πολιτικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Δεν βρίσκομαι εδώ μόνο για να επαινέσω το έργο που επιτελεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά, κάτι ακόμα σημαντικότερο, για να υπογραμμίσω το δημοκρατικό έλλειμμα αυτού του σώματος. Παρ’ όλο που είναι ο μόνος θεσμός που τα μέλη του εκλέγονται άμεσα, έχει τις λιγότερες εξουσίες από όλους τους άλλους θεσμούς που ανέφερε ήδη ο κ. Phillips.

 

Έτσι, όλη η σκληρή δουλειά που γίνεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εναπόκειται στη βούληση του Συμβουλίου Υπουργών, που είναι το σημαντικότερο όργανο εκεί. Και αυτό, βέβαια, το ελέγχουν τα κράτη-μέλη. Ακόμα πιο σημαντικό, το ελέγχουν τα ισχυρότερα κράτη-μέλη. Έτσι λοιπόν, αυτό είναι το σημαντικό δημοκρατικό έλλειμμα που πρέπει να σας τονίσω από την αρχή.

 

Είμαι μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία, παρ’ όλο που εξετάζει πολύ ενδιαφέροντα θέματα αναφορικά με μειονότητες και γλώσσες, είναι μια καθαρά συμβουλευτική επιτροπή. Εξετάζει το ηλεκτρονικό εμπόριο, τα ΜΜΕ, την όπερα και τη χρήση αναβολικών στον αθλητισμό, πολύ συχνότερα απ’ ό,τι αντιμετωπίζει το πραγματικό ζήτημα που μας απασχολεί εδώ σήμερα, που είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων των μειονοτήτων και των λιγότερο χρησιμοποιούμενων γλωσσών. Είμαι Πρόεδρος της Επιτροπής που θα έπρεπε, βέβαια, να διαδραματίζει καίριο ρόλο για το σημαντικότερο στοιχείο της νέας Ευρώπης που θέλουμε να δημιουργήσουμε. Το στοιχείο αυτό είναι να δημιουργήσουμε ενότητα στην ποικιλομορφία και να αποφύγουμε τις συγκρούσεις που έχουμε όλοι βιώσει τον τελευταίο αιώνα και ακόμα παλιότερα.

 

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναφέρεται συχνά στην πολιτισμική ποικιλομορφία, όμως μόνο σε επίπεδο κρατών-μελών και όχι –κάτι που νομίζω ότι πρέπει να τονιστεί– στις περιφέρειες. Η επίσημη αναγνώριση γλωσσών θεωρείται προτεραιότητα και δικαιοδοσία των κρατών-μελών και όχι ενδυνάμωση των περιφερειών, που είναι ο δρόμος και η ημερήσια διάταξη που νομίζω ότι θα έπρεπε να μας απασχολεί.

 

Όταν μπήκα στο Κοινοβούλιο, υπήρχε μια συζήτηση που είχε να κάνει με το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών. Αν δεν το ξέρατε, το έτος που διανύουμε είναι το Έτος Γλωσσών. Έθεσα στην Επιτροπή Πολιτισμού την εξής ερώτηση, «Πόσες λιγότερο χρησιμοποιούμενες γλώσσες θα συμπεριληφθούν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Έτους Γλωσσών;» Η απάντηση που μου έδωσε ο Επίτροπος ήταν ότι μόνο δύο θα τύγχαναν σεβασμού και θα είχαν τη σωστή αναγνώριση στο Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών – και αυτές ήταν η ιρλανδική και η λουξεμβουργιανή. Καθαρά επειδή υπάρχουν κράτη μέλη, τα οποία τις αναγνωρίζουν ως επίσημες γλώσσες. Παρ’ όλο που η γλώσσα που μιλάω, που είναι και η μητρική μου, η ουαλική, ομιλείται πολύ ευρύτερα απ’ ό,τι η ιρλανδική ή η λουξεμβουργιανή, ωστόσο δεν αναγνωρίζεται. Πράγμα που δείχνει, βέβαια, το δημοκρατικό έλλειμμα όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στο ίδιο το κράτος-μέλος που εκπροσωπώ. Ότι η αναγνώριση της ουαλικής γλώσσας δεν της δίνει την ευκαιρία να διαδραματίσει πλήρη ρόλο και να λάβει χρηματοδότηση και υποστήριξη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Έτους Γλωσσών.

 

Το άλλο δημοκρατικό έλλειμμα που θα ήθελα να σας τονίσω είναι ότι υπάρχουν στο Κοινοβούλιο σημαντικές ομάδες που δημιουργήθηκαν εκεί, για παράδειγμα, για να ασχοληθούν με τις μειονοτικές ή τις λιγότερο χρησιμοποιούμενες γλώσσες, καθώς και άλλη μία ομάδα στην οποία ανήκω, η Ομάδα Εθνών Χωρίς Κράτος. Είναι λίαν εξαίρετες ομάδες, αλλά είναι καθαρά χώροι συζητήσεων. Δεν έχουν κανενός είδους πραγματική δύναμη να προωθήσουν την ημερήσια διάταξη των εθνών χωρίς κράτος και των μειονοτικών γλωσσών.

 

Πριν εκλεγώ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ήμουν μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Περιφερειών. Κανείς δεν μιλά γι’ αυτήν στο Κοινοβούλιο, αν και θεωρώ ότι είναι ένα όργανο που πρέπει να ενδυναμωθεί σωστά και να αναπτυχθεί ως πραγματικός θεσμός εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως ένα πολύ σημαντικό δεύτερο κοινοβουλευτικό σώμα. Όμως κανείς δεν συζητά για την Επιτροπή Περιφερειών. Δημιουργήθηκε, βεβαίως, όπως μερικοί από εσάς θα γνωρίζετε, με την ώθηση των Γερμανών, ιδίως, διότι ήθελαν άλλο ένα σώμα λόγω της διαμάχης μεταξύ Bundesrat και Bundestaat. Ήθελαν την Επιτροπή Περιφερειών ως σώμα, ως εργαλείο το οποίο θα χρησιμοποιούσαν για να αναπτύξουν τη δημοκρατική ημερήσια διάταξη στο εσωτερικό της Ευρώπης.

 

Όμως ερχόμαστε τώρα σε ένα σημείο, όπου η Επιτροπή Περιφερειών θα συντάξει τις επόμενες λίγες εβδομάδες ένα έγγραφο για τις μειονοτικές γλώσσες, κάτι που είναι καλό σημάδι. Μέσω της Ομάδας Ελεύθερη Ευρωπαϊκή Συμμαχία και της Ομάδας των Πρασίνων, που είναι πλέον η τέταρτη ισχυρότερη ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, επομένως έχουμε επιτέλους αρκετά σημαντική ενδυνάμωση, ελπίζουμε να δημιουργήσουμε μια καλή σχέση συνεργασίας με την Επιτροπή Περιφερειών στη σύνταξη αυτού του εγγράφου.

 

Όμως συζητάμε ακόμα –κάτι το οποίο θυμάμαι από τότε που άρχισα να συμμετέχω στην Επιτροπή Περιφερειών– το άρθρο 3Β του Μάαστριχτ, που ασχολείται με την επικουρικότητα. Όμως, όπως και αν δούμε την επικουρικότητα ως έννοια, σταματάει όντως στα όρια του έθνους, στο επίπεδο του κράτους-μέλους. Δεν πηγαίνει παραπέρα. Η έννοια της επικουρικότητας, που σημαίνει λογοδοσία, δεν φτάνει πιο πίσω από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπογράφηκε το Φεβρουάριο του 1992, μια συνθήκη που αποτελεί σημαντικό ορόσημο, διότι τονίζει τη σπουδαιότητα του δικαιώματος προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πιστεύω ότι είναι σημαντική αυτή η δήλωση. Θα τη θεωρούσα ως την ημερομηνία γέννησης της ευρωπαϊκής υπηκοότητας με επακριβώς προσδιορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως δεν μιλά καθόλου για θεμελιώδη δικαιώματα. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ, ως αποτέλεσμα αυτού του δημοκρατικού ελλείμματος, οδήγησε στην καθιέρωση του Καταστατικού Χάρτη Ευρωπαϊκών Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

 

Περιέγραψα τα ελλείμματα, όπως τα βλέπω, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και θα ήθελα να στραφώ τώρα, στα λίγα λεπτά που μου απομένουν, στον Καταστατικό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, διότι το θεωρώ ως ένα σημαντικό μέσο, μέσω του οποίου μπορούμε να ενισχύσουμε και να βελτιώσουμε την κατάσταση, από πλευράς δημοκρατικού ελλείμματος, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

 

Συνήλθε Συνέδριο, αποτελούμενο από εκπροσώπους αρχηγών κρατών, μέλη εθνικών κοινοβουλίων, μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και από την Επιτροπή Περιφερειών, προκειμένου να καθιερώσει τον Καταστατικό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Κοινοβούλιο ενέκρινε τον Καταστατικό Χάρτη, κάτι που διακηρύχθηκε επισήμως από το Συμβούλιο, το Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας. Εκεί, ο Καταστατικός Χάρτης επικροτήθηκε ως το έγγραφο που θέτει τη βάση για μια Ευρωπαϊκή Ένωση θεμελιωμένη πάνω σε αξίες και συνταγματικές παραδόσεις κοινές μεταξύ των κρατών-μελών. Μερικές από τις αρχές του, όπως τα νέα δικαιώματα που σχετίζονται με τη βιοηθική, το περιβάλλον και την προστασία δεδομένων, ξεπερνούν ακόμα και εκείνες που περιλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Η ρητή απαγόρευση των διακρίσεων και η επιβεβαίωση της πολιτισμικής ποικιλομορφίας έχουν ειδική σπουδαιότητα στο πολυ-πολιτισμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Το ερώτημα τώρα είναι: Τι κάνουμε με τον Καταστατικό Χάρτη; Υπάρχει, όμως τι ακριβώς κάνουμε με αυτόν και πώς θα επηρεάσει τους πολίτες της Ευρώπης και την ευρωπαϊκή υπηκοότητα εν γένει; Το Κοινοβούλιο είναι υπέρ της νομικής ενσωμάτωσης της Συνθήκης. Ωστόσο, ανεξάρτητα από αυτό, η έγκριση του Καταστατικού Χάρτη προσφέρει ένα ουσιώδες σημείο αναφοράς για όλους τους εμπλεκόμενους –κράτη-μέλη, θεσμούς, φυσικά και νομικά πρόσωπα– στο πλαίσιο της έννοιας της Κοινότητας. Δεν θα ήταν η Ευρώπη εξαιρετικός τόπος να ζει κανείς, αν ο κόσμος μπορούσε να προσφεύγει εκεί; Είμαι μέλος της Επιτροπής Προσφυγών. Μου αρέσει αυτό, γιατί εκεί είναι που συναντάς πραγματικούς ανθρώπους, εκεί είναι που υπάρχουν άνθρωποι με πραγματικά προβλήματα και ανησυχίες, που μας πλησιάζουν στην Επιτροπή Προσφυγών. Όμως η Επιτροπή αυτή δεν είναι αρκετά ισχυρή. Θα ήταν όμως εξαιρετικό αν η Επιτροπή Προσφυγών μπορούσε να προσκαλεί εκεί ανθρώπους –τους Κούρδους, ή την κοινότητα των Ρομά, ή τους Μακεδόνες, ή τους Τσιγγάνους, ή τους Ουαλούς–  ώστε να προσφύγουν με βάση έναν Καταστατικό Χάρτη διαφυλαγμένο στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Αυτός είναι ο στόχος που επιδιώκουμε.

 

Το δικαίωμα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι έκφραση της ευρωπαϊκής υπηκοότητας. Η διευκρίνιση του συνταγματικού χαρακτήρα του Καταστατικού Χάρτη είναι ύψιστης σημασίας για τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου οι Ευρωπαίοι να έχουν συμμετοχή στα ζητήματα που τους απασχολούν, ένας Καταστατικός Χάρτης με σαφή συνταγματική βάση θα διεύρυνε τη νομιμοποίηση και τον ουσιαστικό χαρακτήρα των ευρωπαϊκών θεσμών για τους Ευρωπαίους πολίτες. Η διευκρίνιση του χαρακτήρα του Καταστατικού Χάρτη είναι επίσης σημαντική όσον αφορά τη διεύρυνση.

 

Σημαντικός αριθμός από τις προσφυγές που έχουμε λάβει εκεί αφορούν διακρίσεις, συχνά με βάση την εθνικότητα (ήδη συζητάμε εδώ αυτήν την έννοια), τη φυλή ,το φύλο, τη γλώσσα. Δεδομένων των προβλημάτων με τα μειονοτικά δικαιώματα στις χώρες υπό ένταξη, αυτοί οι νέοι Ευρωπαίοι πολίτες θα πρέπει, από την πρώτη ημέρα της ένταξης, να έχουν το δικαίωμα να προσφεύγουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για ζητήματα διακρίσεων, παραπέμποντας σε αυτόν τον Καταστατικό Χάρτη. Ό,τι και αν συμβεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης μας τις επόμενες ημέρες, νομίζω πως σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό βήμα προς τα εμπρός.

 

Πρέπει, κατά την άποψή μου, να προσπαθήσουμε για μια Ευρώπη που να είναι ανεκτική, που να αγκαλιάζει τους διαφορετικούς πολιτισμούς και τις μειονοτικές ομάδες. Αυτοί οι πολιτισμοί είναι ζωτική για τη διαφύλαξη του πλούτου της ευρωπαϊκής κληρονομιάς. Πρέπει να έχουμε ως στόχο μια Ευρώπη ειρηνική.

 

 

 

 



[1] Μετάφραση: Νίκος Μαστρακούλης. Επιμέλεια: Ναυσικά Παπανικολάτου.

[2] Οι παραπομπές στη Σύμβαση Πλαίσιο προέρχονται από την ελληνική μετάφραση στο Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου «Η Προστασία των Μειονοτήτων» Σάκκουλας 1997

[3] βλ. Περράκη, Στ., Διεθνής Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, β’ έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1999, σ.41

[4] Το κείμενο της Διεθνούς Σύμβασης για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων, συστάσεις που έχουν γίνει από την Επιτροπή, και άλλες πληροφορίες για αυτόν το διεθνή θεσμό που απευθύνονται προς τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλες οργανώσεις υπάρχουν στο Atsuko Tanaka  with Yoshinobu Nagamine The International Convention on the Elimination of All Forms of Racial Discrimination, A Guide for NGOs, Minority Rights Group International and International Movement Against All Forms of Discrimination and Racism publication (2001)

[5] Περράκης, σσ.1018-1020